- ψαμμαῖος
- ψαμμαῖος, α, ον,A sandy, Inscr.Prien.326.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψαμμαίος — αία, ον, ΜΑ αμμώδης μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμαῑα η άμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. αῖος (πρβλ. πηγ αῖος)] … Dictionary of Greek